πενταφύλλος

πενταφύλλος
πεντα-φύλλος,ον,
A five-petalled, Thphr.HP6.6.4 :

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πεντάφυλλος — η, ο / πεντάφυλλος, ον, ΝΑ, ουδ. και πεντέφυλλον και πεμπτάφυλλον, Α 1. (για φυτό) αυτός που έχει πέντε φύλλα («πεντάφυλλα ῥόδα», Θεόφρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάφυλλο είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πεντε + φυλλος (< φύλλον), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • πεντάφυλλος — η, ο αυτός που έχει πέντε φύλλα: Τεύχος πεντάφυλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεμπτάφυλλον — τὸ, Α βλ. πεντάφυλλος …   Dictionary of Greek

  • πεντέφυλλον — τὸ, Α βλ. πεντάφυλλος …   Dictionary of Greek

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”